Με την εξάπλωση που έχει σήμερα το Διαδίκτυο, για να ενημερωθεί κάποιος για οποιοδήποτε σημαντικό κοινωνικό ή πολιτικό γεγονός, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει στην άλλη άκρη του πλανήτη, δεν χρειάζεται να βασιστεί μόνο στις ανταποκρίσεις των δημοσιογραφικών πρακτορείων.
Αντίθετα, είναι βέβαιο πως για την ίδια είδηση θα υπάρχουν από την πρώτη στιγμή φωτογραφίες, βίντεο και δηλώσεις αυτοπτών μαρτύρων, αναρτημένες από πολίτες σε εκατοντάδες σάιτ και μπλογκ. Καθώς μάλιστα σχεδόν πάντα οι αναρτήσεις ανακοινώνονται και στο Twitter, με τη δημοσίευση link που παραπέμπουν στον αντίστοιχο ιστότοπο, μπορεί κανείς να βρει εύκολα όλο αυτό το υλικό.
Η χρήση του internet γι’ αυτό τον σκοπό βρίσκεται στο απόγειό της τα τελευταία χρόνια, συμβάλλοντας για παράδειγμα στο να «καλυφθεί» σχεδόν σε πραγματικό χρόνο η Αραβική Ανοιξη. Την ίδια ώρα, όμως, που το διαδίκτυο εξασφαλίζει άμεση ενημέρωση, το αντίτιμο είναι πως πολύ γρήγορα ένα σημαντικό μέρος από όλα αυτά τα ντοκουμέντα χάνεται για πάντα – στερώντας έτσι πολύτιμα στοιχεία από τους κοινωνιολόγους ή τους ιστορικούς. Κάτι που διαπίστωσαν στην πράξη οι Aμερικανοί επιστήμονες Hany SalahEldeen και Michael Nelson από το Πανεπιστήμιο της Virginia, όταν προσπάθησαν να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την Αραβική Ανοιξη και ανακάλυψαν ότι πολλά link στο Twitter παρέπεμπαν σε ιστοσελίδες που δεν υπήρχαν πια. Συνειδητοποιώντας πόσα ντοκουμέντα έχουν χαθεί διά παντός, οι δύο επιστήμονες αποφάσισαν να μην ασχοληθούν ειδικά με τις αραβικές εξεγέρσεις, αλλά να εξετάσουν για πόσο καιρό, και πόσο καλά, «θυμάται» το Ιντερνετ τις σημαντικές ειδήσεις.
Ετσι, ψάχνοντας πάλι στο Twitter για link σχετικά με την επιδημία του ιού Η1Ν1 και τις εκλογές στο Ιράν, βρήκαν πως, έναν μόλις χρόνο ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός, κατά μέσον όρο το 11% του σχετικού υλικού έχει αποσυρθεί από το Διαδίκτυο, ποσοστό που αυξάνεται στο 30%, δυόμισι χρόνια αργότερα. Από εκεί και πέρα, οι πληροφορίες συνεχίζουν να εξαφανίζονται με μέσο ρυθμό 0,02% κάθε ημέρα.
Για τους ερευνητές, οι κυριότερες αιτίες είναι ότι πολλά από τα μπλογκ που φιλοξενούν τέτοιο υλικό έχουν μικρό χρόνο «ζωής», σταματώντας να λειτουργούν μέσα σε λίγους μήνες, όπως και το το ότι αρκετά σάιτ διαγράφουν τις παλαιότερες ιστοσελίδες τους όταν αναβαθμίζονται. Και βέβαια, δεν είναι οι μόνοι που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Τον περασμένο Μάιο, για παράδειγμα, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Σκωτίας προειδοποιούσε τη βρετανική κυβέρνηση ότι έχει κιόλας εξαφανιστεί από το internet σπάνιο υλικό που αφορά την τελευταία εικοσαετία και γεγονότα όπως οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005 ή οι ταραχές στα προάστια της βρετανικής πρωτεύουσας το 2011.
Αρκετοί ακόμη ειδικοί συμφωνούν με την Εθνική Βιβλιοθήκη ότι «έχει ζωτική σημασία να διασωθεί η ψηφιακή μνήμη για τις επόμενες γενιές», υποστηρίζοντας ότι η λύση είναι να δημιουργηθεί ένα πλήρες, παγκόσμιο αρχείο όπου θα αποθηκεύεται ό, τι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο. Μία τέτοια τεράστια βάση δεδομένων έχει δημιουργήσει από το 1996 η αμερικανική μη κερδοσκοπική οργάνωση Internet Archive με πρωτοβουλία του Brewster Kahle, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τους κινδύνους από την «αμνησία» του Διαδικτύου.
Η βάση εμπλουτίζεται συνεχώς και διαθέτει μία μηχανή αναζήτησης (Wayback Machine) που επιτρέπει στον χρήστη να ψάξει για εκατομμύρια σάιτ που δεν υπάρχουν πια ή να δει παλαιότερες εκδοχές σημερινών ιστότοπων. Για τον ίδιο λόγο ιδρύθηκε το 2003 η κοινοπραξία International Internet Preservation Consortium, στην οποία συμμετέχουν η Internet Archive και 34 ακόμη ιδρύματα και ινστιτούτα από όλο τον κόσμο.
Επίσης, πολλές κυβερνήσεις αναθέτουν τη διάσωση του τοπικού ιντερνετικού περιεχομένου σε ιδρύματα της χώρας τους – κάτι που θα ξεκινήσει να κάνει η Εθνική Βιβλιοθήκη της Σκωτίας από το 2013. Προς το παρόν, πάντως, ο στόχος να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο αντίγραφο του παγκόσμιου ιστού παραμένει μακρινός.
«Ο όγκος των πληροφοριών αυξάνεται με τέτοιο ρυθμό που, για να τα καταφέρουμε, θα χρειαζόταν να εμπλακούν στην προσπάθεια περισσότεροι οργανισμοί, εταιρείες, ακόμη και ιδιώτες», σημείωνε πριν από λίγες ημέρες, στην εφημερίδα Der Tagesspiegel, εκπρόσωπος της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, η οποία συμμετέχει στην κοινοπραξία.
Πηγή: Η Καθημερινή