Σώπα, σώπα κι άκουγε!
Άκου τα βήματα των Μολοσσών, των Θεσπρωτών και των Χαόνων, πως γίνονται ένα με τους αγέρηδες της Πίνδου, πως σμίγουν με τις φωνές των ανθρώπων, φωνές χαράς, λύπης, προσμονής. Άκου, άκου πως σμίγουν, άνθρωποι – φύση και ήχοι.Σώπα, σώπα κι άκουγε!
Ήπειρος – άπειρος γαία. Για τ’ εσένα τόσοι λόγοι, για τ’ εσένα γη του Πύρρου! Ήπειρο σ’ ονομάτισαν οι Δωριείς, γιατί γι’ αυτούς ήσουν άπειρος, έτσι σ’ έβλεπαν και σε φαντάζονταν πέρα από τη θάλασσα, απ’ το Ιόνιο.
Βύλλις, Απολλωνία, Βουθρωτός, Φοινίκη, Βερενίκη, Νικόπολις, Πασσαρώνα, Κασσιώπη, Αμβρακία. Τόπος της γέννησης, μα και της αναχώρησης. Εκεί που σμίγει ο Αχερόντας με τον Κοκκυτό, εκεί στις πύλες του κάτω κόσμου, στο βασίλειο του Άδη. Λες και οι ψυχές στο ανεπίστρεπτο ταξίδι τους εσένα θέλουν να αντικρύσουν για στερνή φορά.
Σώπα, σώπα κι άκουγε!
«Ελλάδα η αρχαία» κατά τον Αριστοτέλη, «Αρχέγονος Ελλάς – Άπειρος» κατά τον Κλαύδιο τον Πτολεμαίο. Για μας Ήπειρος. Ήπειρος νυν και αεί, στο διάβα των αιώνων. Να γυρνά ο νους πίσω στα παλιά.
Τόπος, άνθρωπος, πολιτισμός, ιστορία. Βυζάντιο, Δεσποτάτο της Ηπείρου, τουρκοκρατία, αγώνες για ανεξαρτησία, Σούλι, Ζάλογγο, Κούγκι. Εκεί ψηλά ανάμεσα σε Μούργκα, Ζαβρούχα και Τούρλια, εκεί να κάνουν οι κλέφτες σύναξη, ν’ αποφασίζουν γι’ αγώνα. Αγέρωχοι, ανυπόταχτοι και μοιραίοι. Κίτσο Φωτομάρας, Κουτσονίκας, Κίτσο Τζαβέλλας, Μάρκο Μπότσαρης, Δήμο Δράκος. Τόπος και άνθρωποι ένα, προσφορά ανεκτίμητη.
Σώπα, σώπα κι άκουγε!
Πέτρα και χώμα, χώμα και πέτρα. Φύση απείραχτη, ανέγγιχτη, σαγηνευτική. Ερωτική, θερμή, γλυκιά, μελαγχολική μα κι ανταριασμένη. Να παίρνει ο αγέρας τα τραγούδια, να τα εγκλωβίζουν τα βουνά -πολύτιμα και τιμαλφή-, να τα σπρώχνουν στα ποτάμια, να τα αναβαφτίζουν και να τα επιστρέφουν στους ανθρώπους, να τους εξαγνίζουν και να τους μερακλώνουν. Και ότι κακό και άσχημο να το καταπίνει η λίμνη, το μπλε των Ιωαννίνων, το σπίτι της κυρά Φροσύνης.
Σώπα, σώπα κι άκουγε!
Στα Γιάννινα, ν’ αγναντεύεις απ’ το κάστρο την πόλη. Να τη βλέπεις στεφανωμένη ολόγυρα απ’ τα βουνά, πιστούς σωματοφύλακες. Το νησί, τη λίμνη, το κάστρο και να λες τέτοια ομορφιά δε ματάειδα. Πόλη των ευεργετών, των τεχνών και των γραμμάτων γεμάτη ιστορία και πολιτισμό υπέρτατο, με πλούτο πνευματικό αλλά και πραγματικό: «πρώτη στ’ άρματα στα γρόσια και στα γράμματα». Να διαβαίνεις τα σοκάκια και να θυμιέσαι, να θυμιέσαι και να συγκινείσαι. Στα ριζά του κάστρου, στα παλιά ταμπάκικα, στο μόλο, στη Ζωσιμαία, στο παλιό ρολόι, στη γύρα της λίμνης, στο άκουσμα του κλαρίνου που παίζει και κλαίει, κλαίει και τραγουδάει…
Σώπα, σώπα κι άκουγε!
Πατρίδα ασπίδα μου και δόρυ αιχμηρό στο στήθος,
παίρνω το αίμα – αίμα μου και σε γυρεύω
στον κάτω κόσμο στον απάνω – άφαντη
στις πολιτείες στα χωριά σου – άχνα
και λέω δεν υπάρχεις σ’ ονειρεύτηκα
κι αχειροποίητη σε χτίζω με το ράμφος μου
(Μιχάλης Γκανάς – Παραλογή)