Τα «δώρα» της ΔΕΘ 2025: Υπερπλεονάσματα, μεσαία τάξη και το κρυφό κόστος που πληρώνουμε όλοι
Παραδοσιακά, η ΔΕΘ λειτουργούσε ως ένα «προοίμιο» του κρατικού προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από εξαγγελίες για έργα στη Βόρεια Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει: τα υπερπλεονάσματα έχουν μετατραπεί σε εργαλείο διανομής παροχών, ενώ τα κόμματα
ανταγωνίζονται σε υποσχέσεις, γνωρίζοντας ότι λίγοι πολιτικοί μπορούν να σταθούν απέναντι σε παροχές, ακόμα κι αν έχουν ενστάσεις για τη χρησιμότητά τους.
Το υπερπλεόνασμα του 2025: αριθμοί και προοπτικές
Σύμφωνα με τις εαρινές εκτιμήσεις της Ε.Ε., το υπερπλεόνασμα της Ελλάδας για το 2025 θα φτάσει το 3,8% του ΑΕΠ.
Με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, όμως, το ποσοστό πλησιάζει το 4%. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος
της τάξης των 1,5-2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 500 εκατ. προέρχονται από την ενεργοποίηση ρήτρας διαφυγής για τις
αμυντικές δαπάνες.
Σε πρώτη ανάγνωση, αυτά τα ποσά μεταφράζονται σε επιδόματα και μέτρα στήριξης. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα είναι:
από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα;
Ποιος πληρώνει το «μάρμαρο»;
Η επίσημη αφήγηση μιλά για έσοδα που προκύπτουν από «ανάπτυξη» και «περιορισμό της φοροδιαφυγής».
Στην πράξη, όμως, η βασική πηγή εσόδων δεν είναι άλλη από τη μεσαία τάξη —
δηλαδή μισθωτούς, συνταξιούχους και οικογένειες με σταθερά εισοδήματα μεταξύ 20.000 – 70.000 ευρώ ετησίως.
Αυτή η κοινωνική ομάδα, παρότι διαθέτει υψηλότερη μόρφωση και καλύπτει καίριες θέσεις στην αγορά εργασίας,
βρίσκεται αντιμέτωπη με δυσανάλογα βάρη. Και αυτό για τρεις λόγους:
1. Η φορολόγηση εισοδήματος
Περίπου το 70% των φόρων εισοδήματος προέρχεται από μισθωτούς και συνταξιούχους.
Οι μικρές αυξήσεις μισθών και συντάξεων τους ωθούν σε υψηλότερα κλιμάκια, με αποτέλεσμα το κράτος να «παίρνει πίσω»
μεγάλο μέρος των αυξήσεων μέσω φόρων. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται λόγω πληθωρισμού, μειώνοντας περαιτέρω
την αγοραστική δύναμη.
2. Ο «φόρος πληθωρισμού» και ο ΦΠΑ
Η μη προσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων στον πληθωρισμό κοστίζει περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως στους φορολογούμενους.
Παράλληλα, οι συνεχείς αυξήσεις τιμών (3,7% μέσος ετήσιος ρυθμός από το 2020) συνοδεύονται από υψηλό ΦΠΑ 24%,
ο οποίος ενισχύει τα κρατικά έσοδα εις βάρος της κατανάλωσης.
3. Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές
Η καθολική χρήση καρτών και e-payments περιόρισε τη μικρή φοροδιαφυγή, κυρίως στο λιανικό εμπόριο και την εστίαση.
Το μέτρο αύξησε τα κρατικά έσοδα, αλλά δεν έπληξε τα μεγάλα «κανάλια» φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα οι συνεπείς πολίτες
να σηκώνουν και εδώ το βάρος.
Δύο κρίσιμες παρεμβάσεις για αποκατάσταση ισορροπίας
1. Μισθωτοί
Αναγκαία είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε όλους τους κλάδους.
Αυτό θα επιτρέψει στους εργαζομένους να διαπραγματεύονται μισθούς που αντικατοπτρίζουν πραγματικά την παραγωγικότητά τους,
χωρίς κρατικές στρεβλώσεις, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
2. Συνταξιούχοι
Περίπου 700.000 συνταξιούχοι εξακολουθούν να ζουν υπό το βάρος της «προσωπικής διαφοράς»,
μιας μνημονιακής ρύθμισης που αποκλείει αυξήσεις στις συντάξεις τους. Η άρση αυτής της αδικίας αποτελεί προϋπόθεση
για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχο μέτρο σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.


